- καταύλημα
- κατ-αύλημα, ατος, τό,A residence, Lyd.Mag.2.21 (nisi leg. -ίσματα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταύλημα — καταύλημα, τὸ (Α) κατάλυμα, κατοικία, διαμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταύλισμα με επίδραση τού κατάλυμα] … Dictionary of Greek
καταυλήματα — καταύλημα residence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)